- τεμενικός
- -ή, -όν, ΜΑ [τέμενος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέμενος, τεμένιος*μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ τεμενικόνονομασία ναού που είχε ιερό άλσοςαρχ.1. (για εισόδημα) αυτός που προέρχεται από τη μίσθωση ιερών κτημάτων2. ως κύριο όν. Τεμενικόςτίτλος λόγου που εκφωνήθηκε από τον ρήτορα Ισαίο.
Dictionary of Greek. 2013.