τεμενικός

τεμενικός
-ή, -όν, ΜΑ [τέμενος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέμενος, τεμένιος*
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τεμενικόν
ονομασία ναού που είχε ιερό άλσος
αρχ.
1. (για εισόδημα) αυτός που προέρχεται από τη μίσθωση ιερών κτημάτων
2. ως κύριο όν. Τεμενικός
τίτλος λόγου που εκφωνήθηκε από τον ρήτορα Ισαίο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τεμενικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμενικά — τεμενικός of neut nom/voc/acc pl τεμενικά̱ , τεμενικός of fem nom/voc/acc dual τεμενικά̱ , τεμενικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμενικῶν — τεμενικός of fem gen pl τεμενικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμενικόν — τεμενικός of masc acc sg τεμενικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμενικοῦ — τεμενικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμενικῷ — τεμενικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμένιος — ία, ον, Α [τέμενος] 1. τεμενικός* 2. το θηλ. ἡ τεμενία προσωνυμία τής Εστίας 3. φρ. «φυλλὰς τεμενία» τα δένδρα και τα φύλλα τού ιερού άλσους (Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • τεμενικῶι — τεμενικῷ , τεμενικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”